αντικατοπτρίζω

αντικατοπτρίζω
1. αντικαθρεφτίζω, ανακλώ
2. φανερώνω, δείχνω καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + κατοπτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Άγγελο Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντικατοπτρίζω — αντικατοπτρίζω, αντικατόπτρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντικαθρεφτίζω — αντικαθρέφτισμα βλ. αντικατοπτρίζω, αντικατοπτρισμός …   Dictionary of Greek

  • αντικατοπτρισμός — Ονομασία διαφόρων οπτικών φαινομένων, τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι υπό καθορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες οι φωτεινές ακτίνες παθαίνουν μια καμπύλωση, εξαιτίας της οποίας φτάνουν στο μάτι δύο είδωλα του ίδιου αντικειμένου. Ο α. οφείλεται… …   Dictionary of Greek

  • ενοπτρίζω — ἐνοπτρίζω (AM) [ένοπτρον] Ι. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω ΙΙ. μέσ. ἐνοπτρίζομαι 1. καθρεφτίζομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη 2. οραματίζομαι μσν. κοιτάζω, αντικρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”